μουγκοφυσώ

μουγκοφυσώ
παράγω βραχνό, υπόκωφο φύσημα («τα κλαδιά μουγκοφυσούν, σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, όπου οι κλώνοι αντικτυπούν», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι «βγάζω υπόκωφη φωνή» + φυσώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”